- ψευδοϋπερτροφία
- η, Νιατρ. αύξηση τών διαστάσεων ενός οργάνου λόγω πολλαπλασιασμού τού διάμεσου ιστού ή εναπόθεσης λίπους, συνδυαζόμενη με ατροφία τού παρεγχύματος τού οργάνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + υπερτροφία. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. pseudohypertrophie].
Dictionary of Greek. 2013.